καθοδηγούμαι

καθοδηγούμαι
καθοδηγούμαι, καθοδηγήθηκα, καθοδηγημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδασκαλεύομαι — καθοδηγώ κάποιον σε κάτι και καθοδηγούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δασκαλεύω (ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • προεφοδιάζομαι — Α [ἐφοδιάζομαι] 1. προμηθεύομαι τα αναγκαία εφόδια για ταξίδι 2. καθοδηγούμαι κατάλληλα, μού δίνουν τις οδηγίες που πρέπει …   Dictionary of Greek

  • οδηγώ — οδήγησα, οδηγήθηκα, οδηγημένος 1. δείχνω το δρόμο, πηγαίνω μπροστά από άλλον: Μας οδηγούσε ένας ντόπιος. 2. είμαι οδηγός οχήματος: Οδήγησα δώδεκα ώρες συνέχεια. 3. καθοδηγώ, πληροφορώ, δίνω οδηγίες: Οδηγώ το έργο της κατασκευής του δρόμου. 4. μέσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”